ευόροφος

ευόροφος
εὐόροφος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλή οροφή, που στεγάζεται καλά («εὐορόφους θαλάμους» Σχόλ. Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Χαλαρό σύνθετο < ευ + -οροφος < όροφος (πρβλ. αν-όροφος, τετρ-όροφος). Τά σύνθετα τού -οροφος γράφονται κανονικώς με -ω- (πρβλ. τριώροφος, χρυσώροφος, πολυώροφος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐόροφον — εὐόροφος well roofed masc/fem acc sg εὐόροφος well roofed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐορόφους — εὐόροφος well roofed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”